Εφόσον ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομιά ή ποσοστό αυτής να διατηρηθεί στην οικογένειά του, θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε κατά το χρόνο του εγκαταστάτου. Η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο επέρχεται μόλις πεθάνει ο κληρονόμος. Καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το χρόνο που επάγεται σ’ αυτόν η κληρονομία.
Αν ματαιωθεί η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο (λόγω προαποβίωσης ή λόγω αποποίησης), εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη διαθήκη, η κληρονομία παραμένει στον εγκατάστατο κληρονόμο. Για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα, που σημαίνει ότι ως καταπιστευματοδόχοι θεωρούνται οι εξ αδιαθέτου συγγενείς του που θα κληρονομούσαν το διαθέτη αν πέθαινε κατά το χρόνο θανάτου του εγκατάστατου κληρονόμου. Για άλλους μακρυνότερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.
Εφόσον καταπιστευματοδόχος είναι ο εξ αδιαθέτου συγγενής που θα κληρονομούσε το διαθέτη αν πέθαινε κατά το χρόνο θανάτου του εγκατάστατου κληρονόμου και εφόσον αυτός (ο καταπιστευματοδόχος) δεν ζει κατά το χρόνο θανάτου του εγκατάστατου κληρονόμου (ήτοι κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας), η κληρονομιά παραμένει στον εγκατάστατο κληρονόμο και δεν μεταβιβάζεται στους εξ αδιαθέτους κληρονόμους του καταπιστευματοδόχου.
Στοιχείο της αγωγής με την οποία ασκείται δικαίωμα, το οποίο στηρίζεται σε κληρονομικό καταπίστευμα, είναι η ιδιότητα του ενάγοντος ως καταπιστευματοδόχου και το γεγονός ότι επήλθε στον τελευταίο η επαγωγή της κληρονομιάς. Όμως, αν στην αγωγή αυτή ο καταπιστευματοδόχος σωρεύσει και αναγνωριστική αγωγή κυριότητας, που αφορά ακίνητο, θα πρέπει να αναφέρει, εκτός από τα παραπάνω και ότι αποδέχθηκε το καταπίστευμα και μετέγραψε την σχετική δήλωση αποδοχής.
Επίσης, ο καταπιστευματοδόχος, από τότε που θα του επαχθεί η κληρονομιά καθίσταται καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και αυτοδικαίως κύριος των πραγμάτων που ανήκουν κατά κυριότητα στο διαθέτη.
Εφόσον το καταπίστευμα αφορά ακίνητα, πρέπει να προβεί σε δήλωση αποδοχής του καταπιστεύματος και μεταγραφή αυτής άνευ των οποίων δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας τους σ` αυτόν.
Εφόσον ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομιά ή ποσοστό αυτής να διατηρηθεί στην οικογένειά του, θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε κατά το χρόνο του εγκαταστάτου. Η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο επέρχεται μόλις πεθάνει ο κληρονόμος. Καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το χρόνο που επάγεται σ’ αυτόν η κληρονομία.
Αν ματαιωθεί η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο (λόγω προαποβίωσης ή λόγω αποποίησης), εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη διαθήκη, η κληρονομία παραμένει στον εγκατάστατο κληρονόμο. Για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα, που σημαίνει ότι ως καταπιστευματοδόχοι θεωρούνται οι εξ αδιαθέτου συγγενείς του που θα κληρονομούσαν το διαθέτη αν πέθαινε κατά το χρόνο θανάτου του εγκατάστατου κληρονόμου. Για άλλους μακρυνότερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.
Εφόσον καταπιστευματοδόχος είναι ο εξ αδιαθέτου συγγενής που θα κληρονομούσε το διαθέτη αν πέθαινε κατά το χρόνο θανάτου του εγκατάστατου κληρονόμου και εφόσον αυτός (ο καταπιστευματοδόχος) δεν ζει κατά το χρόνο θανάτου του εγκατάστατου κληρονόμου (ήτοι κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας), η κληρονομιά παραμένει στον εγκατάστατο κληρονόμο και δεν μεταβιβάζεται στους εξ αδιαθέτους κληρονόμους του καταπιστευματοδόχου.
Στοιχείο της αγωγής με την οποία ασκείται δικαίωμα, το οποίο στηρίζεται σε κληρονομικό καταπίστευμα, είναι η ιδιότητα του ενάγοντος ως καταπιστευματοδόχου και το γεγονός ότι επήλθε στον τελευταίο η επαγωγή της κληρονομιάς. Όμως, αν στην αγωγή αυτή ο καταπιστευματοδόχος σωρεύσει και αναγνωριστική αγωγή κυριότητας, που αφορά ακίνητο, θα πρέπει να αναφέρει, εκτός από τα παραπάνω και ότι αποδέχθηκε το καταπίστευμα και μετέγραψε την σχετική δήλωση αποδοχής.
Επίσης, ο καταπιστευματοδόχος, από τότε που θα του επαχθεί η κληρονομιά καθίσταται καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και αυτοδικαίως κύριος των πραγμάτων που ανήκουν κατά κυριότητα στο διαθέτη.
Εφόσον το καταπίστευμα αφορά ακίνητα, πρέπει να προβεί σε δήλωση αποδοχής του καταπιστεύματος και μεταγραφή αυτής άνευ των οποίων δεν επέρχεται η μεταβίβαση της κυριότητας τους σ` αυτόν.
ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΥΖΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΘΗΝΩΝ