Καταρχάς, με τον όρο σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εννοούμε την συμφωνία, προφορική ή γραπτή, μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερών, βάσει της οποίας το ένα συμβαλλόμενο μέρος, υπό την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, αναλαμβάνει σε μόνιμη βάση την διαπραγμάτευση ή και την σύναψη εμπορικών πράξεων για λογαριασμό του έτερου συμβαλλόμενου μέρους.
Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο καλείται ως Αντιπροσωπευόμενος και ενός φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο καλείται ως Εμπορικός Αντιπρόσωπος. Ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να διατηρεί υποαντιπροσώπους.
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να λειτουργούν κατά την διάρκεια της μεταξύ τους σχέσης καλόπιστα, τηρώντας στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα.
Πλέον συγκεκριμένα, ο Αντιπροσωπευόμενος οφείλει όπως καταβάλλει σε συγκεκριμένη ημερομηνία την συμφωνηθείσα αμοιβή προς τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο καθώς επίσης, οφείλει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθ΄όλη την διάρκεια της σύμβασης, να ενημερώνει αυτόν, παρέχοντάς του κάθε απαιτούμενη πληροφόρηση αναφορικά με τα εμπορεύματα που πρόκειται να του παραδώσει.
Από την πλευρά του ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης, πρέπει να συμμορφώνεται στις υποδείξεις του Αντιπροσωπευόμενου και οφείλει να επιδεικνύει την δέουσα επιμέλεια τόσο κατά την διαπραγμάτευση όσο και κατά την σύναψη των εμπορικών πράξεων με τρίτους. Επιπλέον, ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος οφείλει να παρέχει τις απαιτούμενες και απολύτως αναγκαίες πληροφορίες στον Αντιπροσωπευόμενο προκειμένου η μεταξύ τους σύμβαση να επιφέρει την επίτευξη των αμοιβαίων στόχων τους.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να τηρούν στο ακέραιο όρους εμπιστευτικότητας - εχεμύθειας και παράλληλα οφείλουν να απέχουν από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού.
Τα συμβαλλόμενα μέρη δύναται τόσο εξαρχής όσο και μεταγενέστερα να οριοθετήσουν χρονικά το διάστημα της μεταξύ τους συνεργασίας, σε περίπτωση δε σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου, κάθε συμβαλλόμενος μέρος μπορεί να προβεί σε καταγγελία της, αφού προηγουμένως τηρήσει ορισμένη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη χρονικά από αυτήν που ορίζεται από την ελληνική νομοθεσία.
Τέλος, η συγκεκριμένη σύμβαση ρυθμίζεται σύμφωνα με το υπ΄αρ. 219/1991 Προεδρικό Διάταγμα «Περί Εμπορικών Αντιπροσώπων» και βρίσκεται σε συμμόρφωση με την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ιωάννης Αραβαντινός
* Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε νομικά θέματα εμπορικού δικαίου και δικαίου επιχειρήσεων. Για περισσότερες νομικές συμβουλές και για να κλείσετε το ραντεβού σας επικοινωνήστε μαζί μας εδώ
Καταρχάς, με τον όρο σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εννοούμε την συμφωνία, προφορική ή γραπτή, μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερών, βάσει της οποίας το ένα συμβαλλόμενο μέρος, υπό την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, αναλαμβάνει σε μόνιμη βάση την διαπραγμάτευση ή και την σύναψη εμπορικών πράξεων για λογαριασμό του έτερου συμβαλλόμενου μέρους.
Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο καλείται ως Αντιπροσωπευόμενος και ενός φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο καλείται ως Εμπορικός Αντιπρόσωπος. Ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να διατηρεί υποαντιπροσώπους.
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να λειτουργούν κατά την διάρκεια της μεταξύ τους σχέσης καλόπιστα, τηρώντας στο ακέραιο τα συμφωνηθέντα.
Πλέον συγκεκριμένα, ο Αντιπροσωπευόμενος οφείλει όπως καταβάλλει σε συγκεκριμένη ημερομηνία την συμφωνηθείσα αμοιβή προς τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο καθώς επίσης, οφείλει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθ΄όλη την διάρκεια της σύμβασης, να ενημερώνει αυτόν, παρέχοντάς του κάθε απαιτούμενη πληροφόρηση αναφορικά με τα εμπορεύματα που πρόκειται να του παραδώσει.
Από την πλευρά του ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης, πρέπει να συμμορφώνεται στις υποδείξεις του Αντιπροσωπευόμενου και οφείλει να επιδεικνύει την δέουσα επιμέλεια τόσο κατά την διαπραγμάτευση όσο και κατά την σύναψη των εμπορικών πράξεων με τρίτους. Επιπλέον, ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος οφείλει να παρέχει τις απαιτούμενες και απολύτως αναγκαίες πληροφορίες στον Αντιπροσωπευόμενο προκειμένου η μεταξύ τους σύμβαση να επιφέρει την επίτευξη των αμοιβαίων στόχων τους.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να τηρούν στο ακέραιο όρους εμπιστευτικότητας - εχεμύθειας και παράλληλα οφείλουν να απέχουν από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού.
Τα συμβαλλόμενα μέρη δύναται τόσο εξαρχής όσο και μεταγενέστερα να οριοθετήσουν χρονικά το διάστημα της μεταξύ τους συνεργασίας, σε περίπτωση δε σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου, κάθε συμβαλλόμενος μέρος μπορεί να προβεί σε καταγγελία της, αφού προηγουμένως τηρήσει ορισμένη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη χρονικά από αυτήν που ορίζεται από την ελληνική νομοθεσία.
Τέλος, η συγκεκριμένη σύμβαση ρυθμίζεται σύμφωνα με το υπ΄αρ. 219/1991 Προεδρικό Διάταγμα «Περί Εμπορικών Αντιπροσώπων» και βρίσκεται σε συμμόρφωση με την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ιωάννης Αραβαντινός
* Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη εμπειρία σε νομικά θέματα εμπορικού δικαίου και δικαίου επιχειρήσεων. Για περισσότερες νομικές συμβουλές και για να κλείσετε το ραντεβού σας επικοινωνήστε μαζί μας εδώ