Η μεταβίβαση ακινήτου με διαλυτική αίρεση

Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρθρο 202) αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό, παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση. Ο συγκεκριμένος όρος περιλαμβάνεται στην συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης ακινήτου, βάσει του οποίου σε περίπτωση που ο πωλητής, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση για ορισμένη ενέργεια μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, δεν προβεί στην εκπλήρωση αυτής, θα δικαιούται ο αγοραστής με απλή δήλωση, κοινοποιούμενη προς τον πωλητή, να θεωρήσει ότι η αίρεση αυτή πληρώθηκε, με αποτέλεσμα την παύση της ενέργειας της σύμβασης και την ανατροπή των αποτελεσμάτων της.


Όταν η διαλυτική αίρεση πληρωθεί, γιατί πέρασε άπρακτη η προθεσμία μέσα στην οποία όφειλε ο πωλητής να ενεργήσει, τότε, κατά τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ανατρέπεται η όλη σύμβαση, τόσο κατά την ενοχική όσο και κατά την εμπράγματη ενέργειά της, με την έννοια ότι παύει να ισχύει, εφόσον επέλθει το αιρετικό γεγονός και επανέρχεται η προηγούμενη κατάσταση. Μετά ταύτα κυριότητα επανέρχεται στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του, το δε καταβληθέν τίμημα επιστρέφεται στον αγοραστή. Βέβαια, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν ότι το ήδη καταβληθέν τίμημα θα παραμείνει στον πωλητή ως αποζημίωση.


Η διαλυτική αίρεση ως προϋπόθεση της ανατροπής της μεταβίβασης του ακινήτου μπορεί να είναι είτε τυχαία, όταν η πλήρωσή της εξαρτάται από γεγονότα ανεξάρτητα της βούλησης των συμβαλλόμενων μερών είτε εξουσιαστική, όταν η πλήρωσή της εξαρτάται από την βούληση ενός των συμβαλλόμενων μερών, είτε μικτή όταν η πλήρωσή της εξαρτάται μερικώς από τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών και μερικώς από άλλα γεγονότα.